ελαφρόνοια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ελαφρόνοια | οι | ελαφρόνοιες |
γενική | της | ελαφρόνοιας | των | ελαφρονοιών |
αιτιατική | την | ελαφρόνοια | τις | ελαφρόνοιες |
κλητική | ελαφρόνοια | ελαφρόνοιες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ελαφρόνοια < ελληνιστική κοινή ἐλαφρόνοος / ἐλαφρόνους + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ελαφρόνοια θηλυκό
- (λόγιο) το να είναι κάποιος ελαφρόνους
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)