ελαφρόπετρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ελαφρόπετρα οι ελαφρόπετρες
      γενική της ελαφρόπετρας των ελαφροπετρών
    αιτιατική την ελαφρόπετρα τις ελαφρόπετρες
     κλητική ελαφρόπετρα ελαφρόπετρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ελαφρόπετρα < ελαφρό- + πέτρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ελαφρόπετρα θηλυκό (και αλαφρόπετρα, λαφρόπετροα)

  1. (γεωλογία) είδος ηφαιστειογενούς, ελαφρού και πορώδους πετρώματος που χρησιμοποιείται σαν οικοδομικό υλικό καθώς και για τη λείανση επιφανειών
  2. πέτρα από αυτό το πέτρωμα που χρησιμοποιείται για τη λείανση σκληρών μερών του δέρματος
  3. (συνεκδοχικά) συνθετικό υλικό που χρησιμοποιείται για λείανση του δέρματος

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]