ελαχιστοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ελαχιστοποίηση | οι | ελαχιστοποιήσεις |
γενική | της | ελαχιστοποίησης* | των | ελαχιστοποιήσεων |
αιτιατική | την | ελαχιστοποίηση | τις | ελαχιστοποιήσεις |
κλητική | ελαχιστοποίηση | ελαχιστοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ελαχιστοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ελαχιστοποίηση θηλυκό
- η πράξη της μείωσης στο ελάχιστο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελαχιστοποίηση