ελαχιστοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ελαχιστοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ελαχιστοποιώ
Μετοχή[επεξεργασία]
ελαχιστοποιημένος -η -ο
- → δείτε τη λέξη ελαχιστοποιώ