ελεγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
.
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ελεγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ελέγχω
Μετοχή[επεξεργασία]
ελεγμένος, -η, -ο
- που έχει ελεγχθεί
- Αυτά τα έγγραφα δεν είναι ελεγμένα
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη ελέγχω