ελεεινολόγηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ελεεινολόγηση | οι | ελεεινολογήσεις |
γενική | της | ελεεινολόγησης* | των | ελεεινολογήσεων |
αιτιατική | την | ελεεινολόγηση | τις | ελεεινολογήσεις |
κλητική | ελεεινολόγηση | ελεεινολογήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ελεεινολογήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ελεεινολόγηση < ελεεινολογώ + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ελεεινολόγηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ελεεινολογώ
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελεεινολόγηση
|