ελελίφασκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ελελίφασκος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐλελίσφακος < αρχαία ελληνική ἐλελίζω + σφάκος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ελελίφασκος αρσενικό
- (φυτό, λόγιο) το φυτό φασκομηλιά
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη φασκομηλιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελελίφασκος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αντίλαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)