ελευθεροτεκτονισμός
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός |
---|---|
ονομαστική | ελευθεροτεκτονισμός |
γενική | ελευθεροτεκτονισμού |
αιτιατική | ελευθεροτεκτονισμό |
κλητική | ελευθεροτεκτονισμέ |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ελευθεροτεκτονισμός < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική freemasonry
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ελευθεροτεκτονισμός αρσενικό μόνο στον ενικό
- παγκόσμια μυστική αδελφότητα της οποίας τα μέλη ανήκουν σε κατά τόπους τεκτονικές Στοές, έχουν κοινές ηθικές και μεταφυσικές απόψεις και αλληλοϋποστηρίζονται
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης [επεξεργασία]
-
ελευθεροτεκτονισμός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελευθεροτεκτονισμός