Μετάβαση στο περιεχόμενο

ελευθερώνω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ελευθερώνω < αρχαία ελληνική ἐλευθερόω / ἐλευθερῶ < ἐλεύθερος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.le.fθeˈɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ελευθερώνω

ελευθερώνω (παθητική φωνή: ελευθερώνομαι)

  1. αφήνω κάποιον ελεύθερο
  2. αφαιρώ δεσμά από κάποιον
  3. βγάζω εμπόδιο / πρόβλημα

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]