ελευσινιακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελευσινιακός η ελευσινιακή το ελευσινιακό
      γενική του ελευσινιακού της ελευσινιακής του ελευσινιακού
    αιτιατική τον ελευσινιακό την ελευσινιακή το ελευσινιακό
     κλητική ελευσινιακέ ελευσινιακή ελευσινιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελευσινιακοί οι ελευσινιακές τα ελευσινιακά
      γενική των ελευσινιακών των ελευσινιακών των ελευσινιακών
    αιτιατική τους ελευσινιακούς τις ελευσινιακές τα ελευσινιακά
     κλητική ελευσινιακοί ελευσινιακές ελευσινιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ελευσινιακός < Ελευσίν(ιος) + -ιακός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.lef.si.ni.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐λευ‐σι‐νι‐α‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

ελευσινιακός, -ή, -ό

  • ο σχετικός με την Ελευσίνα ή τους κατοίκους της

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]