ελεφαντένιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελεφαντένιος η ελεφαντένια το ελεφαντένιο
      γενική του ελεφαντένιου της ελεφαντένιας του ελεφαντένιου
    αιτιατική τον ελεφαντένιο την ελεφαντένια το ελεφαντένιο
     κλητική ελεφαντένιε ελεφαντένια ελεφαντένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελεφαντένιοι οι ελεφαντένιες τα ελεφαντένια
      γενική των ελεφαντένιων των ελεφαντένιων των ελεφαντένιων
    αιτιατική τους ελεφαντένιους τις ελεφαντένιες τα ελεφαντένια
     κλητική ελεφαντένιοι ελεφαντένιες ελεφαντένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ελεφαντένιος < ελέφαντ(ας) + -ένιος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.le.fanˈde.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐λε‐φα‐ντέ‐νιος

Επίθετο[επεξεργασία]

ελεφαντένιος, -α, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • ελεφαντένιος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)