ελεύθερη πτώση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ελεύθερη πτώση
- η ανεμπόδιστη πτώση, η κίνηση που εκτελεί ένα σώμα όταν σ' αυτό ασκείται μόνο η δύναμη της βαρύτητας
- Μια μεταλλική σφαίρα σε ελεύθερη πτώση.
- (μεταφορικά) κάθε πτώση ή πτωτική τάση που μοιάζει ανεξέλεγκτη και ασταμάτητη
- Το χρηματιστήριο βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση.