ελεύτερος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελεύτερος η ελεύτερη το ελεύτερο
      γενική του ελεύτερου της ελεύτερης του ελεύτερου
    αιτιατική τον ελεύτερο την ελεύτερη το ελεύτερο
     κλητική ελεύτερε ελεύτερη ελεύτερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελεύτεροι οι ελεύτερες τα ελεύτερα
      γενική των ελεύτερων των ελεύτερων των ελεύτερων
    αιτιατική τους ελεύτερους τις ελεύτερες τα ελεύτερα
     κλητική ελεύτεροι ελεύτερες ελεύτερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ελεύτερος < ελεύθερος (μετατροπή του "θ" σε "τ")

Επίθετο[επεξεργασία]

ελεύτερος, -η, -ο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]