ελισαβετιανός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ελισαβετιανός < Ελισάβετ + -ιανός < Ελισάβετ < ελληνιστική κοινή Ἐλισάβετ < εβραϊκή אלישבע (elishéva: ο θεός είναι δαψιλής) (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Elizabethan
Επίθετο[επεξεργασία]
ελισαβετιανός
- που έχει σχέση με την περίοδο διακυβέρνησης της Αγγλίδας βασίλισσας Ελισάβετ (7 Σεπτεμβρίου 1533 – 24 Μαρτίου 1603) ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ελισαβετιανά
- → δείτε τη λέξη Ελισάβετ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελισαβετιανός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιανός (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα εβραϊκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)