ελισαβετιανός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελισαβετιανός η ελισαβετιανή το ελισαβετιανό
      γενική του ελισαβετιανού της ελισαβετιανής του ελισαβετιανού
    αιτιατική τον ελισαβετιανό την ελισαβετιανή το ελισαβετιανό
     κλητική ελισαβετιανέ ελισαβετιανή ελισαβετιανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελισαβετιανοί οι ελισαβετιανές τα ελισαβετιανά
      γενική των ελισαβετιανών των ελισαβετιανών των ελισαβετιανών
    αιτιατική τους ελισαβετιανούς τις ελισαβετιανές τα ελισαβετιανά
     κλητική ελισαβετιανοί ελισαβετιανές ελισαβετιανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ελισαβετιανός < Ελισάβετ + -ιανός < Ελισάβετ < ελληνιστική κοινή Ἐλισάβετ < εβραϊκή אלישבע (elishéva: ο θεός είναι δαψιλής) (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Elizabethan

Επίθετο[επεξεργασία]

ελισαβετιανός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]