ελιτιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελιτιστικός η ελιτιστική το ελιτιστικό
      γενική του ελιτιστικού της ελιτιστικής του ελιτιστικού
    αιτιατική τον ελιτιστικό την ελιτιστική το ελιτιστικό
     κλητική ελιτιστικέ ελιτιστική ελιτιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελιτιστικοί οι ελιτιστικές τα ελιτιστικά
      γενική των ελιτιστικών των ελιτιστικών των ελιτιστικών
    αιτιατική τους ελιτιστικούς τις ελιτιστικές τα ελιτιστικά
     κλητική ελιτιστικοί ελιτιστικές ελιτιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ελιτιστικός < ελίτ + -ιστικός < γαλλική élite

Επίθετο[επεξεργασία]

ελιτιστικός, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη ελίτ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]