ελιόδεντρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ελιόδεντρο τα ελιόδεντρα
      γενική του ελιόδεντρου των ελιόδεντρων
    αιτιατική το ελιόδεντρο τα ελιόδεντρα
     κλητική ελιόδεντρο ελιόδεντρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ελιόδεντρο < λιόδεντρο με πρόθημα ελι(ά) + -ό- + -δεντρο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ελιόδεντρο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]