ελκυστήρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ελκυστήρας οι ελκυστήρες
      γενική του ελκυστήρα των ελκυστήρων
    αιτιατική τον ελκυστήρα τους ελκυστήρες
     κλητική ελκυστήρα ελκυστήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ελκυστήρας < αρχαία ελληνική ἑλκυστήρ (αιτιατική τὸν ἑλκυστῆρα) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική tracteur[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ελκυστήρας αρσενικό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη έλκω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]