ελκυστικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ελκυστικότητα < ελκυστικός + -ότητα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ελκυστικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος ελκυστικός, η ιδιότητα του ελκυστικού
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ελκυστικότητα