ελκωματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ελκωματικός < ελληνιστική κοινή ἑλκωματικός < ἕλκωμα < αρχαία ελληνική ἕλκος
Επίθετο[επεξεργασία]
ελκωματικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελκωματικός