ελληνίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ελληνίζω < αρχαία ελληνική ἑλληνίζω
Ρήμα[επεξεργασία]
ελληνίζω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ελληνίζω | ελλήνιζα | θα ελληνίζω | να ελληνίζω | ελληνίζοντας | |
β' ενικ. | ελληνίζεις | ελλήνιζες | θα ελληνίζεις | να ελληνίζεις | ελλήνιζε | |
γ' ενικ. | ελληνίζει | ελλήνιζε | θα ελληνίζει | να ελληνίζει | ||
α' πληθ. | ελληνίζουμε | ελληνίζαμε | θα ελληνίζουμε | να ελληνίζουμε | ||
β' πληθ. | ελληνίζετε | ελληνίζατε | θα ελληνίζετε | να ελληνίζετε | ελληνίζετε | |
γ' πληθ. | ελληνίζουν(ε) | ελλήνιζαν ελληνίζαν(ε) |
θα ελληνίζουν(ε) | να ελληνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ελλήνισα | θα ελληνίσω | να ελληνίσω | ελληνίσει | ||
β' ενικ. | ελλήνισες | θα ελληνίσεις | να ελληνίσεις | ελλήνισε | ||
γ' ενικ. | ελλήνισε | θα ελληνίσει | να ελληνίσει | |||
α' πληθ. | ελληνίσαμε | θα ελληνίσουμε | να ελληνίσουμε | |||
β' πληθ. | ελληνίσατε | θα ελληνίσετε | να ελληνίσετε | ελληνίστε | ||
γ' πληθ. | ελλήνισαν ελληνίσαν(ε) |
θα ελληνίσουν(ε) | να ελληνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ελληνίσει | είχα ελληνίσει | θα έχω ελληνίσει | να έχω ελληνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ελληνίσει | είχες ελληνίσει | θα έχεις ελληνίσει | να έχεις ελληνίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ελληνίσει | είχε ελληνίσει | θα έχει ελληνίσει | να έχει ελληνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ελληνίσει | είχαμε ελληνίσει | θα έχουμε ελληνίσει | να έχουμε ελληνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ελληνίσει | είχατε ελληνίσει | θα έχετε ελληνίσει | να έχετε ελληνίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ελληνίσει | είχαν ελληνίσει | θα έχουν ελληνίσει | να έχουν ελληνίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελληνίζω
|