ελληνορθοδοξία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ελληνορθοδοξία οι ελληνορθοδοξίες
      γενική της ελληνορθοδοξίας των ελληνορθοδοξιών
    αιτιατική την ελληνορθοδοξία τις ελληνορθοδοξίες
     κλητική ελληνορθοδοξία ελληνορθοδοξίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ελληνορθοδοξία < ελληνορθόδοξ(ος) + -ία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ελληνορθοδοξία θηλυκό

  1. η ορθόδοξη πίστη όπως ερμηνεύεται από ελληνόφωνες ορθόδοξες εκκλησίες
    χρειάζεται παράθεμα
  2. το ποίμνιο που υπάγεται σε ελληνόφωνες ορθόδοξες εκκλησίες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]