ελληνορθόδοξος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελληνορθόδοξος η ελληνορθόδοξη το ελληνορθόδοξο
      γενική του ελληνορθόδοξου της ελληνορθόδοξης του ελληνορθόδοξου
    αιτιατική τον ελληνορθόδοξο την ελληνορθόδοξη το ελληνορθόδοξο
     κλητική ελληνορθόδοξε ελληνορθόδοξη ελληνορθόδοξο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελληνορθόδοξοι οι ελληνορθόδοξες τα ελληνορθόδοξα
      γενική των ελληνορθόδοξων των ελληνορθόδοξων των ελληνορθόδοξων
    αιτιατική τους ελληνορθόδοξους τις ελληνορθόδοξες τα ελληνορθόδοξα
     κλητική ελληνορθόδοξοι ελληνορθόδοξες ελληνορθόδοξα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ελληνορθόδοξος < ελλην- + ορθόδοξος

Επίθετο[επεξεργασία]

ελληνορθόδοξος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]