ελλογιμότατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ελλογιμότατος < ελλόγιμ(ος) + -ότατος < αρχαία ελληνική ἐλλογιμώτατος
Επίθετο[επεξεργασία]
ελλογιμότατος
- (αρχαιοπρεπές) υπερθετικός βαθμός του ελλόγιμος
- (προσφώνηση) τιμητική προσφώνηση προς επιστήμονα (π.χ. κατά την παρουσίασή του σε κοινό / ομιλία / πρόγραμμα ομιλιών)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- ελλογιμώτατος (παλαιά γραφή)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελλογιμότατος
|