ελόβιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελόβιος η ελόβια το ελόβιο
      γενική του ελόβιου της ελόβιας του ελόβιου
    αιτιατική τον ελόβιο την ελόβια το ελόβιο
     κλητική ελόβιε ελόβια ελόβιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελόβιοι οι ελόβιες τα ελόβια
      γενική των ελόβιων των ελόβιων των ελόβιων
    αιτιατική τους ελόβιους τις ελόβιες τα ελόβια
     κλητική ελόβιοι ελόβιες ελόβια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ελόβιος < (έλος) ελό- + -βιος (βίος)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈlo.vi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐λό‐βι‐ος

Επίθετο[επεξεργασία]

ελόβιος, -α, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη έλος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]