Μετάβαση στο περιεχόμενο

εμβάζω

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εμβάζω < εμβιβάζω < εν + βιβάζω

εμβάζω

  • δίνω εντολή για μεταφορά χρηματικού ποσού σε τραπεζικό λογαριασμό τρίτου, συνήθως σε ξένη χώρα.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]