εμβατίκια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα εμβατίκια
      γενική
    αιτιατική τα εμβατίκια
     κλητική εμβατίκια
Η κατάληξη -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εμβατίκια < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἐμβατίκιον στον πληθυντικό < (ελληνιστική κοινήἐμβατικός [1] < αρχαία ελληνική ἐμβαίνω < βαίνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εμβατίκια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό ή εμπατίκια, μπατίκια

  1. (εκκλησιαστικός όρος, ιστορία) τα χρήματα που έδιναν κατά τη βυζαντινή εποχή οι ιερείς στον επίσκοπο, για να τους τοποθετήσει (ή αφού τους τοποθέτησε) σε μια (προσοδοφόρα) ενορία
  2. (εκκλησιαστικός όρος, οικονομία, ιστορία) έκτακτη (εκκλησιαστική) φορολόγηση
    ※  εμβατίκια ή φιλότιμα ή ζητείαι, άλλως συνοικέσια, δίσκοι, λειτουργικά, παρρησίαι, προθέσεις, ψυχομερίδια ήταν έκτακτη φορολογία, παράλληλα με τις... τακτικές εισφορές. Eπίσης, η λέξη απαντάται και σε μεσαιωνικά λεξικά και σημαίνει τον φόρο των ιερωμένων στον οικείο επίσκοπο. (@ethnos.gr)
  3. (ιδιωματικό) η τελετουργική επίσημη είσοδος (και αποδοχή) του γαμπρού στο σπίτι της νύφης για πρώτη φορά
    άλλες μορφές: μβατίκια
    ※  Τρεῖς χαρὲς εἶχε τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἡ κυρα-Γαλάτσαινα τοῦ Κασσανδριανοῦ, χήρα τοῦ μακαρίτου ὁμωνύμου πλοιάρχου, ἀποθανόντος πρό τινων ἐτῶν πτωχοῦ μετὰ πολλὰς ἐπιχειρήσεις. Ἡ πρώτη ἦτο ὅτι εἶχε ἀρραβωνίσει πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν τὴν κόρην της, τὴν Μυρσούδα, μὲ καλὸν γαμβρόν, τὸν Βασίλην τὸν Μπόνον. Ἡ δευτέρα ἦτο ὅτι, σήμερον πρωτοχρονιάν, ἑώρταζε τὴν ἑορτὴν τοῦ ὀνόματός του ὁ ἴδιος ὁ γαμβρός της. Ἡ τρίτη ἦτο ὅτι ἔμελλον νὰ τελεσθῶσι τὴν ἑσπέραν τῆς αὐτῆς ἡμέρας τὰ ἐμβατίκια τοῦ γαμβροῦ εἰς τὴν οἰκίαν της. Ἡ ἰδέα τῆς κυρα-Γαλάτσαινας ἦτον νὰ εἶχον τελεσθῆ τὰ μβατίκια ἀφ᾽ ἑσπέρας, τὴν νύκτα τοῦ παλαιοῦ χρόνου πρὸς τὴν ἀνατολὴν τοῦ νέου, ὅπως θὰ ἦτο πρέπον. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τα συχαρίκια)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]