εμβληματολογία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εμβληματολογία θηλυκό
- η μελέτη των οικοσήμων και των εμβλημάτων
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εμβληματολογία
|