εμβολιαστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμβολιαστικός η εμβολιαστική το εμβολιαστικό
      γενική του εμβολιαστικού της εμβολιαστικής του εμβολιαστικού
    αιτιατική τον εμβολιαστικό την εμβολιαστική το εμβολιαστικό
     κλητική εμβολιαστικέ εμβολιαστική εμβολιαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμβολιαστικοί οι εμβολιαστικές τα εμβολιαστικά
      γενική των εμβολιαστικών των εμβολιαστικών των εμβολιαστικών
    αιτιατική τους εμβολιαστικούς τις εμβολιαστικές τα εμβολιαστικά
     κλητική εμβολιαστικοί εμβολιαστικές εμβολιαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εμβολιαστικός < εμβολιάζω + -τικός

Επίθετο[επεξεργασία]

εμβολιαστικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]