εμβολοφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | εμβολοφόρος | το | εμβολοφόρο | ||
γενική | του/της | εμβολοφόρου | του | εμβολοφόρου | ||
αιτιατική | τον/την | εμβολοφόρο | το | εμβολοφόρο | ||
κλητική | εμβολοφόρε | εμβολοφόρο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | εμβολοφόροι | τα | εμβολοφόρα | ||
γενική | των | εμβολοφόρων | των | εμβολοφόρων | ||
αιτιατική | τους/τις | εμβολοφόρους | τα | εμβολοφόρα | ||
κλητική | εμβολοφόροι | εμβολοφόρα | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eɱ.vo.loˈfo.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εμ‐βο‐λο‐φό‐ρος
Επίθετο[επεξεργασία]
εμβολοφόρος, -ος, -ο
- (μηχανολογία) που φέρει έμβολα
- ↪ εμβολοφόρος μηχανή
- (ναυτικός όρος) για σκάφος που έχει πρωραίο έμβολο
- ↪ εμβολοφόρο πλοίο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμβολοφόρος
|
[επεξεργασία]
- ↑ εμβολοφόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ος -ος -ο' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'εμβολοφόρος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φόρος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μηχανολογία (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)