εμβρυοθύλακος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμβρυοθύλακος < έμβρυο + -ο- + θύλακος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική embryonnaire)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εμβρυοθύλακος αρσενικό
- (βιολογία) (ιατρική) άλλη μορφή του εμβρυοθυλάκιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμβρυοθύλακος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αντίλαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)