εμβρυϊκός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμβρυϊκός η εμβρυϊκή το εμβρυϊκό
      γενική του εμβρυϊκού της εμβρυϊκής του εμβρυϊκού
    αιτιατική τον εμβρυϊκό την εμβρυϊκή το εμβρυϊκό
     κλητική εμβρυϊκέ εμβρυϊκή εμβρυϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμβρυϊκοί οι εμβρυϊκές τα εμβρυϊκά
      γενική των εμβρυϊκών των εμβρυϊκών των εμβρυϊκών
    αιτιατική τους εμβρυϊκούς τις εμβρυϊκές τα εμβρυϊκά
     κλητική εμβρυϊκοί εμβρυϊκές εμβρυϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εμβρυϊκός < έμβρυ(ο) + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

εμβρυϊκός, -ή, -ό

  1. που ανήκει ή αναφέρεται στο έμβρυο
  2. που βρίσκεται στα πρώτα στάδια της ανάπτυξής του

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]