Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Νέα ελληνικά
(el)
Εναλλαγή
Νέα ελληνικά
(el)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
εμβρόντητος
2 γλώσσες
English
Malagasy
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης
:
ἐμβρόντητος
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εμβρόντητ
ος
η
εμβρόντητ
η
το
εμβρόντητ
ο
γενική
του
εμβρόντητ
ου
της
εμβρόντητ
ης
του
εμβρόντητ
ου
αιτιατική
τον
εμβρόντητ
ο
την
εμβρόντητ
η
το
εμβρόντητ
ο
κλητική
εμβρόντητ
ε
εμβρόντητ
η
εμβρόντητ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εμβρόντητ
οι
οι
εμβρόντητ
ες
τα
εμβρόντητ
α
γενική
των
εμβρόντητ
ων
των
εμβρόντητ
ων
των
εμβρόντητ
ων
αιτιατική
τους
εμβρόντητ
ους
τις
εμβρόντητ
ες
τα
εμβρόντητ
α
κλητική
εμβρόντητ
οι
εμβρόντητ
ες
εμβρόντητ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
εμβρόντητος
<
αρχαία ελληνική
ἐμβρόντητος
<
ἐν
+
βροντάω
/
βροντῶ
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
εμβρόντητος
, -η, -ο
έκπληκτος
σε βαθμό που νομίζεις ότι τον χτύπησε
κεραυνός
Συνώνυμα
[
επεξεργασία
]
άναυδος
έκθαμβος
κατάπληκτος
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
εμβρόντητος
αγγλικά
:
stunned
(en)
,
gobsmacked
(en)
γαλλικά
:
abasourdi
(fr)
Κατηγορίες
:
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
εμβρόντητος
2 γλώσσες
Προσθήκη θέματος