εμετοκαθαρτικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εμετοκαθαρτικό τα εμετοκαθαρτικά
      γενική του εμετοκαθαρτικού των εμετοκαθαρτικών
    αιτιατική το εμετοκαθαρτικό τα εμετοκαθαρτικά
     κλητική εμετοκαθαρτικό εμετοκαθαρτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εμετοκαθαρτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εμετοκαθαρτικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εμετοκαθαρτικό ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

εμετοκαθαρτικό