εμμηναγωγό
(Ανακατεύθυνση από εμμηναγωγός)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έμμηνος (< ἐν + μήν, μηνός) + αγωγός (< ἄγω = οδηγώ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εμμηναγωγό ουδέτερο
- η φαρμακευτική ουσία που έχει τη δυνατότητα, χωρίς να έχει προηγηθεί ωορρηξία, να προκαλέσει αιμορραγία, όταν δεν έχει έμφανιστεί κανονική έμμηνη ρύση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμμηναγωγό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
εμμηναγωγό
- αιτιατική ενικού του εμμηναγωγός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του εμμηναγωγός