εμμονή
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εμμονή | οι | εμμονές |
γενική | της | εμμονής | των | εμμονών |
αιτιατική | την | εμμονή | τις | εμμονές |
κλητική | εμμονή | εμμονές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εμμονή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐμμονή < ἐμμένω[1] < ἐν-, (ἐμ-) + μένω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.moˈni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εμ‐μο‐νή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εμμονή θηλυκό
- (λόγιο) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εμμένω, η προσήλωση σε κάτι σε βαθμό υπερβολικό
- ...τα άγχη, τις εμμονές και τις νευρώσεις που καταδιώκουν τον μέσο Έλληνα .
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- κόλλημα (ανεπίσημο)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εμμονή
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ εμμονή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εμ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)