εμού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐμοῦ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

  1. εμού (αντωνυμία) < αρχαία ελληνική ἐμοῦ
  2. εμού (το πτηνό) < ίσως από το πορτογαλικό ema (στρουθοκάμηλος), ίσως από τα αραβικά.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈmu/

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας[επεξεργασία]

εμού

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εμού ουδέτερο

  • (πτηνό) μεγάλο πουλί, ανίκανο να πετάξει, ιθαγενές στην Αυστραλία (Dromaius novaehollandiae) της οικογένειας: Δρομεΐδες και της τάξης: Καζουαριόμορφα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]