εμπαικτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμπαικτικός < εμπαίζω
Επίθετο[επεξεργασία]
εμπαικτικός, -ή, -ό
- που συμβάλλει στον εμπαιγμό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη εμπαίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμπαικτικός