Μετάβαση στο περιεχόμενο

εμπειρισμός

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εμπειρισμός οι εμπειρισμοί
      γενική του εμπειρισμού των εμπειρισμών
    αιτιατική τον εμπειρισμό τους εμπειρισμούς
     κλητική εμπειρισμέ εμπειρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εμπειρισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική empirisme. Μορφολογικά αναλύεται σε εμπειρ(ία) + -ισμός.[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εμπειρισμός αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]