εμπειροπόλεμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμπειροπόλεμος η εμπειροπόλεμη το εμπειροπόλεμο
      γενική του εμπειροπόλεμου της εμπειροπόλεμης του εμπειροπόλεμου
    αιτιατική τον εμπειροπόλεμο την εμπειροπόλεμη το εμπειροπόλεμο
     κλητική εμπειροπόλεμε εμπειροπόλεμη εμπειροπόλεμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμπειροπόλεμοι οι εμπειροπόλεμες τα εμπειροπόλεμα
      γενική των εμπειροπόλεμων των εμπειροπόλεμων των εμπειροπόλεμων
    αιτιατική τους εμπειροπόλεμους τις εμπειροπόλεμες τα εμπειροπόλεμα
     κλητική εμπειροπόλεμοι εμπειροπόλεμες εμπειροπόλεμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εμπειροπόλεμος < (ελληνιστική κοινήἐμπειροπόλεμος < ἔμπειρος + πόλεμος

Επίθετο[επεξεργασία]

εμπειροπόλεμος, -η, -ο

  • που έχει μεγάλη εμπειρία στον πόλεμο, στις μάχες

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]