εμπειροπόλεμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμπειροπόλεμος < (ελληνιστική κοινή) ἐμπειροπόλεμος < ἔμπειρος + πόλεμος
Επίθετο[επεξεργασία]
εμπειροπόλεμος, -η, -ο
- που έχει μεγάλη εμπειρία στον πόλεμο, στις μάχες
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμπειροπόλεμος
|