εμπεριέχομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

εμπεριέχομαι

  1. παθητική φωνή του ρήματος εμπεριέχω
  2. υπάρχω μέσα σε κάτι άλλο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]