εμπεριέχω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμπεριέχω < αρχαία ελληνική ἐμπεριέχω
Ρήμα[επεξεργασία]
εμπεριέχω (παθητική φωνή: εμπεριέχομαι)
Δείτε επίσης : ἐμπεριέχω |
εμπεριέχω (παθητική φωνή: εμπεριέχομαι)