εμπιστευτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
εμπιστευτικά < εμπιστευτικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
εμπιστευτικά
- με την προϋπόθεση ότι κάτι θα μείνει μυστικό
- του μίλησε εμπιστευτικά για την αρρώστια του
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη εμπιστεύομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμπιστευτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
εμπιστευτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εμπιστευτικό