εμπιστοσύνη
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός |
---|---|
ονομαστική | εμπιστοσύνη |
γενική | εμπιστοσύνης |
αιτιατική | εμπιστοσύνη |
κλητική | εμπιστοσύνη |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμπιστοσύνη < μεσαιωνική ελληνική εμπιστοσύνη < έμπιστος + -οσύνη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εμπιστοσύνη θηλυκό μόνο στον ενικό
- το να πιστεύεις ότι κάποιος έχει ορισμένες ικανότητες, ιδιότητες ή αρετές και να μπορείς να στηριχτείς πάνω του
- (πολιτική) η στήριξη που παρέχει η πλειοψηφία του κοινοβουλίου σε μια κυβέρνηση
[επεξεργασία]
- αυτοεμπιστοσύνη
- → δείτε τις λέξεις: έμπιστος και πίστη