εμπλεκόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμπλεκόμενος, μετοχή ενεστώτα του ρήματος εμπλέκομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
εμπλεκόμενος, -η, -ο
- που εμπλέκεται, που έχει συμμετοχή σε ένα έργο, διαδικασία κλπ
- για το πρόβλημα αυτό πρέπει να γίνει διάλογος με συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων φορέων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμπλεκόμενος
|
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εμπλεκόμενος αρσενικό
- εκείνος που εμπλέκεται, που έχει συμμετοχή σε ένα έργο, διαδικασία κλπ
- για το πρόβλημα αυτό πρέπει να γίνει διάλογος με συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων