εμπλοκή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐμπλοκή

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμπλοκή οι εμπλοκές
      γενική της εμπλοκής των εμπλοκών
    αιτιατική την εμπλοκή τις εμπλοκές
     κλητική εμπλοκή εμπλοκές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εμπλοκή < (ελληνιστική κοινήἐμπλοκή < αρχαία ελληνική ἐμπλέκω < ἐν + πλέκω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εμπλοκή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]