εμπλουτίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εμπλουτίζω < εν + πλουτίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

εμπλουτίζω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]