εμπλουτισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμπλουτισμένος η εμπλουτισμένη το εμπλουτισμένο
      γενική του εμπλουτισμένου της εμπλουτισμένης του εμπλουτισμένου
    αιτιατική τον εμπλουτισμένο την εμπλουτισμένη το εμπλουτισμένο
     κλητική εμπλουτισμένε εμπλουτισμένη εμπλουτισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμπλουτισμένοι οι εμπλουτισμένες τα εμπλουτισμένα
      γενική των εμπλουτισμένων των εμπλουτισμένων των εμπλουτισμένων
    αιτιατική τους εμπλουτισμένους τις εμπλουτισμένες τα εμπλουτισμένα
     κλητική εμπλουτισμένοι εμπλουτισμένες εμπλουτισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εμπλουτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εμπλουτίζω

Μετοχή[επεξεργασία]

εμπλουτισμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εμπλουτίζω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]