εμπνευσμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμπνευσμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εμπνέω
Μετοχή[επεξεργασία]
εμπνευσμένος, -η, -ο
εμπνευσμένος, -η, -ο