εμπνεύστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμπνεύστρια < εμπνευστής + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εμπνεύστρια θηλυκό
- θηλυκό του εμπνευστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμπνεύστρια