εμποδίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εμποδίζομαι: παθητική φωνή του ρήματος εμποδίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

εμποδίζομαι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]